Ο ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΗΣ ΨΗΦΙΑΚΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ

Με αφορμή τις πρόσφατες δηλώσεις του αρμόδιου υπουργού περί της καθιέρωσης του Προσωπικού Αριθμού (ΠΑ) ως επιτεύγματος έπειτα από τέσσερα χρόνια προσπαθειών, καθώς και την κοινωνική αναστάτωση που έχει προκληθεί από την υποχρεωτική εφαρμογή του, αναδύεται από τη μνήμη ένα παλαιότερο θεατρικό έργο, με ξεχωριστή σημειολογία για το σήμερα: οι «Αριθμημένοι» του Ελίας Κανέττι.
Το έργο γράφτηκε το 1956 και παρουσιάζει μια δυστοπική κοινωνία στην οποία, κατά τη στιγμή της γέννησης, το κάθε άτομο δεν αποκτά όνομα αλλά έναν μοναδικό αριθμό. Ο αριθμός αυτός αντιπροσωπεύει τα χρόνια ζωής του και παραμένει μυστικός – τον γνωρίζει μόνο το ίδιο το πρόσωπο και το κράτος.
Ο αριθμός φυλάσσεται μέσα σε ένα μενταγιόν, το οποίο δεν ανοίγει ποτέ όσο το άτομο βρίσκεται εν ζωή. Η επίσημη δικαιολογία του συστήματος είναι ότι, γνωρίζοντας πόσο χρόνο έχει μπροστά του, ο άνθρωπος μπορεί να οργανώσει τη ζωή του χωρίς το άγχος του απροσδιόριστου και του αγνώστου.
Ο ήρωας του έργου είναι ο Αριθμημένος με τον αριθμό 50. Εκείνος, διαφορετικά από τους υπόλοιπους, αρχίζει να αμφισβητεί το σύστημα, υποπτευόμενος ότι τα μενταγιόν ίσως είναι κενά, και ότι το κράτος χρησιμοποιεί αυτό το πλαίσιο όχι για να καθοδηγεί τη ζωή των πολιτών αλλά για να διατηρεί απόλυτο έλεγχο επάνω της.
Η αμφιβολία του γίνεται η αφορμή για να αποκαλυφθούν οι δομές ελέγχου και η φύση ενός καθεστώτος που περιορίζει την ανθρώπινη ελευθερία στο όνομα της τάξης και της προβλεψιμότητας.
Ο Κανέττι, με βαθιά υπαρξιακή ματιά, θίγει θεμελιώδη ζητήματα: τη σχέση του ανθρώπου με τον χρόνο, τον θάνατο, την αγωνία μπροστά στο άγνωστο, την ανάγκη για ασφάλεια, και κυρίως, την απώλεια της προσωπικής ταυτότητας μέσα σε μια μηχανοποιημένη κοινωνία.
Το έργο του συνδιαλέγεται με τον 1984 του Όργουελ, επεκτείνοντας τη θεματολογία του ψηφιακού ελέγχου και της ιδιωτικότητας.
Μέσα από αυτό το θεατρικό πρίσμα, γίνεται πιο ευδιάκριτη η ανησυχία που προκύπτει από τη σημερινή εφαρμογή του Προσωπικού Αριθμού στην Ελλάδα.
Πολλοί πολίτες δηλώνουν επιφυλακτικοί απέναντι στην προοπτική να τους επιβληθεί ένας μοναδικός αριθμός, ο οποίος θα τους ακολουθεί για όλη τους τη ζωή, διασυνδέοντας κάθε πτυχή της ταυτότητάς τους – από το ΑΦΜ και τον ΑΜΚΑ, έως τις ψηφιακές τους συναλλαγές με το Δημόσιο.
Η νομοθεσία που θεσπίζει τον ΠΑ, και συγκεκριμένα το Προεδρικό Διάταγμα 40 (ΦΕΚ 67/5.5.2025), εντάσσεται στη συνολικότερη στρατηγική ψηφιακού μετασχηματισμού του κράτους.
Όμως, η πρόβλεψη για την υποχρεωτική και άπαξ απονομή ενός μοναδικού, αμετάβλητου αριθμού σε κάθε φυσικό πρόσωπο δημιουργεί σοβαρά ερωτήματα, ιδίως αν λάβει κανείς υπόψη τη ρητή αναφορά στον ευρωπαϊκό κανονισμό 2024/1183 (ο οποίος τροποποιεί τον Κανονισμό 910/2014) ότι η χρήση του ευρωπαϊκού ψηφιακού πορτοφολιού ταυτότητας πρέπει να είναι απολύτως εθελοντική.
Μάλιστα, στο ίδιο κείμενο διευκρινίζεται πως η πρόσβαση σε δημόσιες και ιδιωτικές υπηρεσίες παραμένει δυνατή και με άλλα μέσα ταυτοποίησης.
Η διάσταση αυτή εντείνει τις υποψίες ότι η εφαρμογή του ΠΑ κινείται πέραν των ευρωπαϊκών κατευθύνσεων, και εγείρει ανησυχίες για τον τρόπο με τον οποίο το κράτος επιλέγει να νομοθετεί. Στον δημόσιο λόγο έχουν εκφραστεί σοβαρές επιφυλάξεις σχετικά με την προστασία των προσωπικών δεδομένων και την ασφάλεια των συστημάτων.
Παραδείγματα όπως η υπόθεση των παρακολουθήσεων μέσω του λογισμικού Predator ή η χρήση εκλογικών καταλόγων από υποψήφια πολιτικό της Ν.Δ. δημιουργούν ένα τοπίο ανασφάλειας για τον πολίτη, ιδίως όταν τίθεται υπό αμφισβήτηση η ικανότητα ή η βούληση του κράτους να προστατεύσει τις πληροφορίες που συλλέγει.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο πολίτης καλείται να εμπιστευτεί ένα σύστημα το οποίο δεν του παρέχει αποδείξεις ότι μπορεί να λειτουργήσει με διαφάνεια και ασφάλεια.
Παράλληλα, εγείρονται ερωτήματα για τη δυνατότητα τρίτων –είτε πρόκειται για χάκερ, είτε για εμπορικά συμφέροντα, είτε για ξένες υπηρεσίες– να αποκτήσουν πρόσβαση στα δεδομένα μέσω των ευάλωτων ή παρακαμπτόμενων ψηφιακών συστημάτων.
Δεν λείπουν οι φωνές που υποστηρίζουν ότι η Ελλάδα, λόγω του μεγέθους της, ενδέχεται να λειτουργήσει ως «πειραματικό πεδίο» για την πιλοτική εφαρμογή ψηφιακών τεχνολογιών ταυτοποίησης.
Αυτή η προοπτική δημιουργεί εύλογη ανησυχία για την ιδιωτικότητα και για το κατά πόσο ο ΠΑ θα μπορούσε να λειτουργήσει ως μέσο επιτήρησης ή αποκλεισμού.
Πέραν του ζητήματος ασφάλειας, αναδεικνύεται και η ερώτηση περί συγκατάθεσης. Πώς νομιμοποιείται η αυτόματη απονομή Προσωπικού Αριθμού σε πρόσωπα που έχουν εγγραφεί στο φορολογικό σύστημα χωρίς να έχουν ενημερωθεί ή ρητά συναινέσει για κάτι τέτοιο;
Εάν κάποιος δεν αποδέχεται τη φιλοσοφία ή τη λειτουργία του συστήματος, έχει δικαίωμα άρνησης; Και τι συνέπειες θα είχε αυτή η άρνηση;
Η προστασία απέναντι στην παραχάραξη ταυτότητας τίθεται επίσης στο τραπέζι. Ενώ προηγουμένως οι πολίτες μπορούσαν να αποδείξουν τη νομιμότητα των στοιχείων τους μέσω συνδυασμού ΑΦΜ, ΑΜΚΑ και αριθμού δελτίου ταυτότητας, η ενοποίηση αυτών σε έναν ενιαίο αριθμό ενδέχεται να μειώσει τις άμυνες έναντι απάτης.
Το ίδιο ισχύει και για την περίπτωση που ο Προσωπικός Αριθμός παγιδευτεί ή απενεργοποιηθεί λόγω της συμπεριφοράς ή των απόψεων του πολίτη, όπως, για παράδειγμα, σε περιπτώσεις δημόσιας διαφωνίας με την κρατική πολιτική.
Από το κείμενο του ΠΔ 40/2025 δεν προκύπτει σαφώς αν ο πολίτης έχει τη δυνατότητα να ελέγχει ποιος έχει πρόσβαση στον φάκελό του, πότε και για ποιον λόγο. Αντιθέτως, προβλέπεται γενικά η τήρηση αρχείου χρήσης, χωρίς εγγυήσεις διαφάνειας ή δυνατότητα αντίδρασης.
Επιπλέον, πολλοί βλέπουν στον ΠΑ έναν ακόμη κρίκο στην αλυσίδα των τεχνολογιών επιτήρησης – μαζί με τις κάμερες ασφαλείας, τα βιομετρικά δεδομένα και τις πλατφόρμες ψηφιακής παρακολούθησης.
Σε αυτό το πλαίσιο, η ανησυχία δεν περιορίζεται μόνο σε ζητήματα τεχνικής φύσεως, αλλά αφορά κυρίως στη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ κράτους και πολίτη.
Οι αποτυχίες του κρατικού μηχανισμού να ανταποκριθεί έγκαιρα και αποτελεσματικά σε κρίσεις, η έλλειψη διαφάνειας και η συγκάλυψη ευθυνών, δημιουργούν ένα έλλειμμα αξιοπιστίας. Αυτό το έλλειμμα μετατρέπεται σε πρόσκομμα για οποιαδήποτε μεταρρύθμιση, ακόμη και αν αυτή έχει θετικά στοιχεία.
Όπως έχει παρατηρήσει η κ. Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, το κόστος των επιλογών που μετατρέπουν το εθνικό σε πολιτικό, το πολιτικό σε κομματικό και το κομματικό σε προσωπικό, υπονομεύει τον δημόσιο διάλογο και αποδυναμώνει τις δημοκρατικές αντιστάσεις.
Η αποδοχή του Προσωπικού Αριθμού –ή κάθε αντίστοιχης καινοτομίας– προϋποθέτει σεβασμό, ειλικρίνεια και αμοιβαία εμπιστοσύνη. Όταν αυτά απουσιάζουν, η τεχνολογία δεν γίνεται εργαλείο προόδου αλλά φόβος.
Τέλος, σε περίπτωση που τα δεδομένα του Προσωπικού Αριθμού επεκταθούν μελλοντικά ώστε να περιλαμβάνουν πληροφορίες υγείας, οικονομικά στοιχεία ή άλλες ευαίσθητες πληροφορίες, διαμορφώνεται ένα ολιστικό προφίλ για κάθε πολίτη.
Ένα προφίλ το οποίο, χωρίς σαφείς εγγυήσεις, μπορεί να χρησιμοποιηθεί με τρόπους που δεν προσιδιάζουν σε δημοκρατικό κράτος δικαίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου